καταδείδω — (Α) 1. φοβάμαι πάρα πολύ, κατατρομάζω («τοιοῡτον ἰδὼν τέρας οὐ κατέδεισα», Αριστοφ.) 2. κάνω κάποιον να φοβηθεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek
καταδεισάντων — καταδείδω fear greatly aor part act masc/neut gen pl καταδείδω fear greatly aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείσαντα — καταδείδω fear greatly aor part act neut nom/voc/acc pl καταδείδω fear greatly aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεῖσαι — καταδείδω fear greatly aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείσαιμι — καταδείδω fear greatly aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείσαντας — καταδείδω fear greatly aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείσαντες — καταδείδω fear greatly aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείσαντι — καταδείδω fear greatly aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείσαντος — καταδείδω fear greatly aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείσασθαι — καταδείδω fear greatly aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδείσειεν — καταδείδω fear greatly aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)